συγκλίνω

συγκλίνω
ΝΑ [κλίνω]
κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα
νεοελλ.
1. συγκατανεύω, συμφωνώ
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ον
α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο τού χρόνου
β) φυσ. (στην οπτική)
i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεων
ii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες
3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»
βιολ. το φαινόμενο τής επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλοντα
β) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτη
αρχ.
1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι
2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση
3. παθ. συγκλίνομαι
κοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη
4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκλίνω — (παρατατ. συνέκλινα) βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συγκλίνω : στην επιστημονική ορολογία έχουν επιβιώσει οι λόγιες μτχ. ενεστώτα, π.χ. συγκλίνων φακός, συγκλίνοντες οφθαλμοί κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκλίνω — σύγκλινος sharing one s couch masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύγκλινος sharing one s couch masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συγκλί̱νω , συγκλίνω lay together aor subj act 1st sg συγκλί̱νω , συγκλίνω lay together pres subj act 1st sg συγκλί̱νω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλίνω — κλίνω προς κάτι ή κάποιον, πλησιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεκλιμένον — συγκλίνω lay together perf part mp masc acc sg συγκλίνω lay together perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκεκλιμένου — συγκλίνω lay together perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκλιμένης — συγκλίνω lay together perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκέκλιται — συγκλίνω lay together perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκέκλιντο — συγκλίνω lay together plup ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκέκλιτο — συγκλίνω lay together plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλίνει — συγκλί̱νει , συγκλίνω lay together aor subj act 3rd sg (epic) συγκλί̱νει , συγκλίνω lay together pres ind mp 2nd sg συγκλί̱νει , συγκλίνω lay together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”