- συγκλίνω
- ΝΑ [κλίνω]κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσανεοελλ.1. συγκατανεύω, συμφωνώ2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, -ουσα, -ονα) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού, δηλαδή που τείνει να αποσβεστεί με την πάροδο τού χρόνουβ) φυσ. (στην οπτική)i) (για δέσμη φωτεινών ακτίνων ή γενικότερα για δέσμη ακτινοβολίας) αυτή η οποία διαδίδεται προς την κατεύθυνση ενός δεδομένου σημείου ή μιας περιοχής πολύ μικρών διαστάσεωνii) (για οπτικό όργανο) αυτός που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε ένα σημείο, ονομαζόμενο εστία, τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες3. φρ. α) «συγκλίνουσα εξέλιξη»βιολ. το φαινόμενο τής επιφανειακής ομοιότητας των εξελικτικά απομακρυσμένων ειδών λόγω κοινών προσαρμογών σε παρόμοια περιβάλλονταβ) «συγκλίνων στραβισμός» — περίπτωση στραβισμού κατά την οποία και οι δύο οφθαλμοί συγκλίνουν προς τη μύτηαρχ.1. υποχωρώ σε κάποιον ή σε κάτι2. γραμμ. υπάγομαι μαζί με κάτι άλλο στην ίδια κλίση3. παθ. συγκλίνομαικοιμάμαι μαζί με άλλον στην ίδια κλίνη4. μέσ. κάμπτομαι μαζί με κάτι άλλο («συγκεκλιμένου τοῡ σκέλεος», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.